- γευματίζω
- και γιοματίζω (Μ γευματίζω) [γεύμα]1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα2. δοκιμάζω, γνωρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γευματίζω — γευματίζω, γευμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γευματίζω — γευμάτισα, τρώω το γεύμα μου, συνήθως το μεσημεριανό: Κάθε Κυριακή γευματίζουν σε ακριβά εστιατόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεματίζω — και γιοματίζω [γευματίζω] γευματίζω … Dictionary of Greek
αγευμάτιστος — η, ο [γευματίζω] αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος … Dictionary of Greek
αριστητήριον — ἀριστητήριον, το (AM) μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»] … Dictionary of Greek
γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
εναπογεύομαι — ἐναπογεύομαι (Μ) γεύομαι κάτι, τρώω, γευματίζω … Dictionary of Greek
επιδειπνώ — ἐπιδειπνῶ, έω (Α) [δειπνώ] 1. δειπνώ για δεύτερη φορά, τρώω δυο φορές 2. δειπνώ, γευματίζω 3. τρώω τα επιδόρπια … Dictionary of Greek
εστιάζω — (Μ ἑστιάζω) [εστία] νεοελλ. 1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω 2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ ένα σημείο τού χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη») μσν. τρώγω,… … Dictionary of Greek